μήρυξ

μήρυξ
μήρυξ, -υκος, ὁ (Α)
το ψάρι σκάρος ο κρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՍԱԿՐՈՍ — ( ) NBH 2 0538 Chronological Sequence: 13c Բառ յն. սխալ գրչութեամբ, փոխանակ գրելոյ, որ՝ Սկարոս. σκάρος scarus. մանաւանդ μήρυξ rumens, piscis ruminans. Անուն ձկան, որ ասի որոճել, *Են եւ ի ձկանց՝ որ որոճեն, եւ որսակրոսք կոչին. Վրդն. ծն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”